- κιῤῥαῖος
κιῤῥαῖος, = κιῤῥός, Schol. Nic. Th. 518.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιῤῥαῖος, = κιῤῥός, Schol. Nic. Th. 518.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κιρραῖος — fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρραίος — (I) κιρραῑος, αία, ον (Α) [κιρρός] κιτρινωπός, κιρρός*. (II) κιρραῑος, αία, ον (Α) βλ. κρισαίος … Dictionary of Greek
Κιρραῖον — Κιρραῖος fish masc acc sg Κιρραῖος fish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κιρραίων — Κιρραῖος fish fem gen pl Κιρραῖος fish masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κιρραῖοι — Κιρραῖος fish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κιρραίης — Κιρραῖος fish fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κιρραίοις — Κιρραῖος fish masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κιρραίου — Κιρραῖος fish masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κιρραίους — Κιρραῖος fish masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κιρραίῳ — Κιρραῖος fish masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κιρραία — Κιρραίᾱ , Κιρραῖος fish fem nom/voc/acc dual Κιρραίᾱ , Κιρραῖος fish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)