κιῤῥίς

κιῤῥίς

κιῤῥίς, ίδος, ἡ, ein Fisch; nom. κίῤῥις Opp. Hal. 1, 129; accus. κιῤῥίδα 3, 187; vgl. E. M. 515, 12, wo es auch Habicht (vgl. κεῖρις) u. lat. λύχνος erklärt wird.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κιρρίς — κιρρίς, ίδος, ἡ (Α) [κιρρός] 1. είδος θαλάσσιου ψαριού, αλλ. κηρίς 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) α) είδος γερακιού β) (στους Λάκωνες) λύχνος …   Dictionary of Greek

  • κιρρίς — sea fish fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρρίδα — κιρρίς sea fish fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρρίδι — κιρρίς sea fish fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίς — κηρίς, ίδος, ἡ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < κηρός λόγω τού χρώματος τού ψαριού. Ίσως όμως και να πρόκειται για δ. γρφ. τού κιρρίς*] …   Dictionary of Greek

  • κιρρός — κιρρός, ά, όν, θηλ. ποιητ. τ. κιρράς, άδος) (Α) κιτρινωπός, υπόξανθος («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς οἶνος καὶ γλυκύς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό ρ ερμηνεύεται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προϊόν αναλογίας κατά το πυρρός. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”