- κιῤῥάζω
κιῤῥάζω, hellgelb sein, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιῤῥάζω, hellgelb sein, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιρράζω — (Μ) [κιρρός] γίνομαι κίτρινος, κιτρινίζω … Dictionary of Greek
κιρρός — κιρρός, ά, όν, θηλ. ποιητ. τ. κιρράς, άδος) (Α) κιτρινωπός, υπόξανθος («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς οἶνος καὶ γλυκύς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό ρ ερμηνεύεται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προϊόν αναλογίας κατά το πυρρός. Η… … Dictionary of Greek