- κιῤῥάς
κιῤῥάς, άδος, ἡ, fem. zu κιῤῥός, οἴνη, Nic. Ther. 519.0
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιῤῥάς, άδος, ἡ, fem. zu κιῤῥός, οἴνη, Nic. Ther. 519.0
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιρράς — κιρράς, άδος, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) βλ. κιρρός … Dictionary of Greek
κιρράς — fem nom sg κιρρά̱ς , κιρρός orange tawny fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρρᾶς — κιρρός orange tawny fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κίρρας — Κίρρᾱς , Κίρρη fem acc pl Κίρρᾱς , Κίρρη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρρά — κιρράς fem voc sg κιρρός orange tawny neut nom/voc/acc pl κιρρά̱ , κιρρός orange tawny fem nom/voc/acc dual κιρρά̱ , κιρρός orange tawny fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρράδος — κιρράς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρρός — κιρρός, ά, όν, θηλ. ποιητ. τ. κιρράς, άδος) (Α) κιτρινωπός, υπόξανθος («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς οἶνος καὶ γλυκύς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό ρ ερμηνεύεται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προϊόν αναλογίας κατά το πυρρός. Η… … Dictionary of Greek
Ιτέας, δήμος — Δήμος (6.072 κάτ.) του νομού Φωκίδος, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και τις πρώην κοινότητες Κίρρας και Τριταίας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε η κωμόπολη Ιτέα … Dictionary of Greek