- γελαστής
γελαστής, ὁ, Lachet, Verlacher, Soph. O. R. 1422; Ath. VI, 246 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γελαστής, ὁ, Lachet, Verlacher, Soph. O. R. 1422; Ath. VI, 246 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γελαστής — laugher masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστής — ο (θηλ. γελάστρα, η) (AM γελαστής, ο, γελάστρια, η) [γελώ] αυτός που περιγελάει, που σαρκάζει κάποιον μσν. νεοελλ. εκείνος που χαριεντίζεται, που αστειεύεται νεοελλ. αυτός που ξεγελάει κάποιον, ο απατεώνας … Dictionary of Greek
γελαστής — ο 1. αυτός που κοροϊδεύει, ο είρωνας. 2. ο απατεώνας: Ένας γελαστής τού πήρε πολλά λεφτά δήθεν για να τον γιατρέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γελασταί — γελαστής laugher masc nom/voc pl γελαστός laughable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστά — γελαστά̱ , γελαστής laugher masc nom/voc/acc dual γελαστής laugher masc voc sg γελαστής laugher masc nom sg (epic) γελαστός laughable neut nom/voc/acc pl γελαστά̱ , γελαστός laughable fem nom/voc/acc dual γελαστά̱ , γελαστός laughable fem nom/voc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek