- γελαστικός
γελαστικός, wer lachen kann, zum Lachen geneigt, Sext. Emp.; Luc. vit. auct. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γελαστικός, wer lachen kann, zum Lachen geneigt, Sext. Emp.; Luc. vit. auct. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γελαστικός — able to laugh masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστικός — ή, ό (Α γελαστικός, ή, όν) αυτός που γελάει εύκολα, ο φιλόγελως νεοελλ. εκείνος που προκαλεί γέλιο … Dictionary of Greek
γελαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει την τάση, που συνηθίζει να γελάει: Είναι γελαστικό παιδί. 2. κοροϊδευτικός, χλευαστικός: Με κοιτάζει πάντα γελαστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γελαστικά — γελαστικός able to laugh neut nom/voc/acc pl γελαστικά̱ , γελαστικός able to laugh fem nom/voc/acc dual γελαστικά̱ , γελαστικός able to laugh fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστικόν — γελαστικός able to laugh masc acc sg γελαστικός able to laugh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστικοί — γελαστικός able to laugh masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστικοῦ — γελαστικός able to laugh masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστικούς — γελαστικός able to laugh masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστική — γελαστικός able to laugh fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστικήν — γελαστικός able to laugh fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστικῶς — γελαστικός able to laugh adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)