- κελύφανον
κελύφανον, τό, = κελύφη; VLL. erkl. λεπίσματα τῶν τραγημάτων, vgl. Luc. V. H. 2, 38. Bei Lycophr. 89 Eierschaale.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κελύφανον, τό, = κελύφη; VLL. erkl. λεπίσματα τῶν τραγημάτων, vgl. Luc. V. H. 2, 38. Bei Lycophr. 89 Eierschaale.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κελύφανον — κελύφανον, τὸ (Α) το κέλυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλυφος + κατάλ. ανον (πρβλ. έδρ ανον, όργ ανον)] … Dictionary of Greek
κελύφανον — κελύ̱φανον , κελύφανον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελυφανώδης — κελυφανώδης, ες (Α) [κελύφανον] αυτός που μοιάζει με κέλυφος … Dictionary of Greek
κελυφάνου — κελῡφάνου , κελύφανον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελυφάνῳ — κελῡφάνῳ , κελύφανον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελύφανα — κελύ̱φανα , κελύφανον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)