- κελύφιον
κελύφιον, τό, dim. von κελύφη, τῶν καρκίνων Arist. H. A. 9, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κελύφιον, τό, dim. von κελύφη, τῶν καρκίνων Arist. H. A. 9, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κελύφιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελύφια — κελύφιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελύφι — και κλύφι (Α κελύφιον) [κέλυφος] νεοελλ. πάνινη θήκη μαξιλαριού μαξιλαροθήκη αρχ. τσόφλι … Dictionary of Greek