- προ-λημματισμός
προ-λημματισμός, ὁ, im Gesange eine eigenthümliche Uebung, Bryen. 3, 3. Vgl. προκρουσμός und πρόληψις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-λημματισμός, ὁ, im Gesange eine eigenthümliche Uebung, Bryen. 3, 3. Vgl. προκρουσμός und πρόληψις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προλημματισμός — ὁ, Μ προπαρασκευαστική άσκηση στην ψαλμωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λημματισμός «κέρδος, ωφέλεια»] … Dictionary of Greek