- προ-λογίζομαι
προ-λογίζομαι, depon. med., vorher überlegen, Simplic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-λογίζομαι, depon. med., vorher überlegen, Simplic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προλελογισμένον — πρό λογίζομαι count perf part mp masc acc sg πρό λογίζομαι count perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλελογισμένος — πρό λογίζομαι count perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προελογίζοντο — πρό λογίζομαι count imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προελογίσατο — πρό λογίζομαι count aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
προίκα — η / προίξ, ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α η κινητή ή ακίνητη περιουσία που δινόταν κατά τον γάμο από την οικογένεια τής νύφης στον γαμπρό, θεσμός που σήμερα έχει καταργηθεί από τον νόμο αρχ. 1. δώρο, χάρισμα 2. (η αιτ. ως επίρρ.) προῑκα α) δωρεάν, ως … Dictionary of Greek