- ζινίχιον
ζινίχιον, τό, Schuhriemen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζινίχιον, τό, Schuhriemen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζινίχιον — ζινίχιον, το (Α) (στο λεξ. Σούδα) λουρί υποδήματος, δερμάτινη λουρίδα … Dictionary of Greek
ζινίχιον — shoe latchet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζινίχια — ζινίχιον shoe latchet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζνίχι — το [ζινίχιον] τράχηλος, σβέρκος … Dictionary of Greek