κιξάλλης

κιξάλλης

κιξάλλης, , auch κιξάλης geschrieben, ein Straßenräuber, VLL.; καὶ λῃστής Democrit. bei Stob. fl. 44, 19; bei Phot. lex. verderbt κίξας τοὺς ἐν ὁδῷ λῃστάς. Eigtl. ion., vgl. Koen ad Greg. Cor. p. 435.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κιξάλλης — και κιττάλης, ὁ (Α) 1. αυτός που κάνει ληστείες στον δρόμο, ο ληστής 2. (κατά τον Ησύχ.) «κιξάλης φώρ, κλέπτης, ἀλαζών». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως εμφανίζει ττ (κιττάλης) στη θέση τού ξ και επίθημα σε λ (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κιξάλλης — highway robber masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιξάλλαι — κιξάλλης highway robber masc nom/voc pl κιξάλλᾱͅ , κιξάλλης highway robber masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιξάλλην — κιξάλλης highway robber masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιξαλλία — κιξαλλία, ἡ (Α) [κιξάλλης] 1. ληστεία που γίνεται σε δημόσιους δρόμους 2. (κατά τον Ησύχ.) κάθε είδος κακοτεχνίας …   Dictionary of Greek

  • κιξαλλεύω — (Α) [κιξάλλης] ληστεύω, είμαι ληστής …   Dictionary of Greek

  • κιττάλης — (Α) βλ. κιξάλλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”