- κινάθισμα
κινάθισμα, τό, = κίνημα, Hesych.; κινά ϑισμα κλύω πέλας οἰωνῶν Aesch. Prom. 124, die hörbare Bewegung, Geräusch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινάθισμα, τό, = κίνημα, Hesych.; κινά ϑισμα κλύω πέλας οἰωνῶν Aesch. Prom. 124, die hörbare Bewegung, Geräusch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινάθισμα — κινάθισμα, τὸ (Α) ελαφρά κίνηση και ο ήχος που δημιουργείται από αυτήν, όπως το φτερούγισμα («τί ποτ οὖ κινάθισμα κλύω πέλας οἰωνῶν;», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κινάθισμα όπως και ο τ. κιναθισμός παράγονται πιθ. από το ρ. κιναθίζω και συνδέονται με … Dictionary of Greek
κινάθισμα — hoard as a miser neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιναθισμός — κιναθισμός, ὁ (Α) το κινάθισμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κινάθισμα] … Dictionary of Greek
κιναθίζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «κιναθίζειν μινυρίζειν, κινεῑν» 2. αποθησαυρίζω λίγο λίγο όπως οι φιλάργυροι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κινάθισμα] … Dictionary of Greek