- κινδῡνευτικός
κινδῡνευτικός, zum Wagen geneigt, waghalsig, Arist. rhet. 1, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινδῡνευτικός, zum Wagen geneigt, waghalsig, Arist. rhet. 1, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινδυνευτικός — κινδυνευτικός, ή, όν (Α) [κινδυνεύω] αυτός που τείνει προς τις επικίνδυνες ενέργειες, ο ριψοκίνδυνος … Dictionary of Greek
κινδυνευτικός — κινδῡνευτικός , κινδυνευτικός venturesome masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικινδυνευτικός — ή, όν, Α ριψοκίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κινδυνευτικός «ριψοκίνδυνος»] … Dictionary of Greek
κινδυνευτικήν — κινδῡνευτικήν , κινδυνευτικός venturesome fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)