γενναῖος

γενναῖος

γενναῖος (γέννα), auch 2 End., Eur. Hec. 592, angeboren, im Geschlecht liegend; Hom. einmal, Iliad. 5, 253 οὐ γάρ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσϑαι οὐδὲ καταπτώσσειν, es ist nicht die Art meines Geschlechtes; Scholl. Aristonic. γενναῖον: σημειοῦνταί τινες ὅτι οὕτως εἴρηται ἐγγενές, πάτριον, vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 54, 17. – Gew. von edler Abkunft, ade lig, ἀνήρ, γυνή, τέκνα, Aesch. Eum. 595 Ag. 600. 1278; γονῇ γενναῖος Soph. O. R. 1469, u. sonst; vgl. Thuc. 2, 97; γενναῖός τις ἑπτὰ πάππους ἔχων πλουσίους Plat. Theaet. 174 e, u. öfter mit πλούσιος vrbdn; ἵππος, von edler Race, Hdn. 2, 9, 6; σκύλαξ, κύων, Plat. Rep. II, 375 a; Xen. Cyr. 1, 4, 15; ἀλεκτρυών, ein Kampfhahn, Men. Stob. fl. 106, 8 (v. 12). Nach Arist. rhet. 2, 15 von εὐγενές unterschieden, κατὰ τὸ μὴ ἐξίστασϑαι ἐκ τῆς φύσεως. Uebertr. auf Gesinnung u. Handlungsweise, edel, wacker, trefflich, λῆμα Pind. P. 8, 46; τοῖσι γενναίοισί τοι τό τ' αἰσχρὸν ἐχϑρόν Soph. Phil. 473; ἔπος 1388; oft Prosa, Thuc. 1, 136; καὶ τὸ ἀγαϑόν Plat. Gorg. 512 d; καὶ καλὸν πρᾶγμα 485 d; καὶ ἁπλοῦς ἀνήρ Plat. Rep. II, 361 b; Folgde; häufig in Anreden, ὦ γενναῖε, o Wackerer! γενναῖος εἶ, du bist sehr gütig, höflich ablehnend, Ar. Th. 220, oft ironisch. Auch von Dingen, was in seiner Art tüchtig ist, trefflich, edel, σταφυλή Plat. Legg. VIII, 844 e; so σῦκα, ἰχϑύς, τεῖχος, stark, Hdn. 3, 1, 14; πώγων, lang, Plut. Lys. 1; στόμα, groß, Ael. H. A. 16, 4; χώρα, fruchtbar, Pol. 4, 45; übh. stark, heftig, δύη Soph. Ai. 918; πολλὰ καὶ ἄλλα γενναῖα ἐποίησεν ὁ ἄνεμος Xen. Hell. 5, 4, 17, er gab Zeichen seiner Stärke, richtete Schaden an. – Adv. γενναίως, in allen diesen Bdign; γενναιότατα καὶ κάλλιστα Her. 1, 37; τὰ προςπίπτοντα γενναίως φέρειν Men. monost. 13; γενναιότατα ὠϑεῖτε, tüchtig, kräftig, Eur. Cycl. 652; γενναιοτέρως Plat. Theaet. 166 c; γενναιέστατον Dinoloch. bei Eust. Od. 1441, 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γενναῖος — true to one s birth masc nom sg γενναῖος true to one s birth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναίος — α, ο (AM γενναῑος, α, ον, Α και ος, ον) μεγαλόψυχος, ανδρείος νεοελλ. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή») μσν. (για βάδισμα) γρήγορος αρχ. 1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του 2. ο υψηλής… …   Dictionary of Greek

  • γενναίος, -α — ο επίρρ. α 1. ανδρείος, τολμηρός, θαρραλέος: Υπήρξε γενναίος αγωνιστής. 2. άφθονος, πλουσιοπάροχος: Πήρε γενναία αμοιβή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κολοκοτρώνης, Γενναίος — (1805 – 1868). Αγωνιστής του 1821, στρατιωτικός, πολιτικός, πρωθυπουργός (1862), γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (βλ. λ.). Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης, αλλά επονομάστηκε Γενναίος, λόγω της γενναιότητας που επέδειξε στη διάρκεια του Αγώνα.… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαήλ ο Γενναίος — (1557 – 1601). Ηγεμόνας της Βλαχίας (1593 1601). Στη διάρκεια της ηγεμονίας του αρνήθηκε να καταβάλει φόρο στο Σουλτάνο και αργότερα εξεγέρθηκε εναντίον των Τούρκων έχοντας και την υποστήριξη του αυτοκράτορα Ροδόλφου. Για ορισμένο χρονικό… …   Dictionary of Greek

  • γενναῖον — γενναῖος true to one s birth masc acc sg γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc sg γενναῖος true to one s birth masc/fem acc sg γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναῖα — γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc pl γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναῖε — γενναῖος true to one s birth masc voc sg γενναῖος true to one s birth masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναῖοι — γενναῖος true to one s birth masc nom/voc pl γενναῖος true to one s birth masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναῖαι — γενναῖος true to one s birth fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναιότατ' — γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth adverbial superl γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc superl pl γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth adverbial superl γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”