κιδάφη

κιδάφη

κιδάφη, , der Fuchs, Hesych., vgl. κίδαφος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κιδάφη — κιδάφη, ἡ (Α) βλ. κίδαφος …   Dictionary of Greek

  • κιδάφη — κίδαφος wily fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • VULPES — I. VULPES Varroni quasi volipes, melius ex Graeco ἀλώπηξ, quod παρὰ τὸ ἀλᾷν τὸν ὦπα quia per ambages et gyros cursitando fallit quasi oculos, adeoque, ut ait Philosophus, Histor. animal. l. 1. c. 1. animal est πανοῦργον καὶ κακοῦργον. Unde ἀλιτρὴ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κίδαφος — και κίνδαφος, άφη, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. δόλιος, πανούργος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιδάφη ή κινδάφη η αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. φος είναι χαρακτηριστική ονομασιών ζώων (πρβλ. έλα φος, κόσσυ φος). Ίσως να αποτέλεσε το πρότυπο… …   Dictionary of Greek

  • σκιδαφή — Α (κατά τα Αν. Οξ.) «ἀλώπηξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού κιδάφη «αλεπού» με αρκτικό σ (βλ. λ. κίδαφος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”