- κιναθισμός
κιναθισμός, ὁ, nach Phot. lex. κίνησις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιναθισμός, ὁ, nach Phot. lex. κίνησις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιναθισμός — κιναθισμός, ὁ (Α) το κινάθισμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κινάθισμα] … Dictionary of Greek
κιναθισμόν — κιναθισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινάθισμα — κινάθισμα, τὸ (Α) ελαφρά κίνηση και ο ήχος που δημιουργείται από αυτήν, όπως το φτερούγισμα («τί ποτ οὖ κινάθισμα κλύω πέλας οἰωνῶν;», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κινάθισμα όπως και ο τ. κιναθισμός παράγονται πιθ. από το ρ. κιναθίζω και συνδέονται με … Dictionary of Greek