- γεννητής
γεννητής, ὁ, der Erzeuger, Soph. O. R. 1015; Plat. Crit. 51 e Legg. IX, 869 b, Bekk. γεννήτης; aber Arist. Eth. 5, 7 γεννητής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεννητής, ὁ, der Erzeuger, Soph. O. R. 1015; Plat. Crit. 51 e Legg. IX, 869 b, Bekk. γεννήτης; aber Arist. Eth. 5, 7 γεννητής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεννήτης — γεννήτης, ο (Α) [γέννα] (συνήθως σε πληθ.) oἱ γεννῆται μέλη τών γενών, οι κατά γένος συγγενείς στην Αθήνα … Dictionary of Greek
γεννητής — γεννητής, ο (AM) [γεννώ] 1. γονιός, γεννήτωρ 2. ο δημιουργός … Dictionary of Greek
γεννητής — begetter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητῆς — γεννητός begotten fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννήτης — γενέτης begetter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννηταῖς — γεννητής begetter masc dat pl γεννητός begotten fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννηταί — γεννητής begetter masc nom/voc pl γεννητός begotten fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητοῦ — γεννητής begetter masc gen sg γεννητός begotten masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητῇ — γεννητής begetter masc dat sg (attic epic ionic) γεννητός begotten fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητήν — γεννητής begetter masc acc sg (attic epic ionic) γεννητός begotten fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητά — γεννητά̱ , γεννητής begetter masc nom/voc/acc dual γεννητής begetter masc voc sg γεννητής begetter masc nom sg (epic) γεννητός begotten neut nom/voc/acc pl γεννητά̱ , γεννητός begotten fem nom/voc/acc dual γεννητά̱ , γεννητός begotten fem nom/voc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)