γενναιό-φρων

γενναιό-φρων

γενναιό-φρων, ον, = γενναιό-ψυχος, von edlem Gemüth, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισχυρόφρων — ἰσχυρόφρων, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει ισχυρό φρόνημα, ο γενναίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. γενναιό φρων, σώ φρων] …   Dictionary of Greek

  • κλυτόφρων — κλυτόφρων, ον (Μ) φημισμένος για τη σοφία του, κλυτόνους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + φρων (< φρήν), πρβλ. γενναιό φρων, κραταιό φρων] …   Dictionary of Greek

  • καρτερόφρων — καρτερόφρων, ον (Α) αυτός που έχει γενναίο φρόνημα, ο τολμηρός, ο ατρόμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + φρων (< φρήν «καρδιά, φρόνημα»), πρβλ. ηπιό φρων, υψηλό φρων] …   Dictionary of Greek

  • γενναιόφρων — ον (Μ γενναιόφρων, ον) αυτός που έχει γενναίο φρόνημα νεοελλ. 1. ο χωρίς πάθη, ανεξίκακος 2. γενναιόδωρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενναίος + φρων < φρην (φρενός) (πρβλ. άφρων, εύφρων)] …   Dictionary of Greek

  • δαΐφρων — (I) δαΐφρων ( ονος), ον (Α) 1. (ως επίθ. πολεμιστών) ο εμπειροπόλεμος, όποιος έχει πείρα και δεξιότητα στα πολεμικά 2. (για ιδιότητες ή καταστάσεις) αυτός που έχει ή προκαλεί γενναίο και υπερήφανο φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Όμηρο ήδη μαρτυρούνται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”