- γενναιότης
γενναιότης, ητος, ἡ, das Wesen des γενναῖος, Adel, Edelsinn, Eur. Phoen. 1694; Thuc. 3, 82; Pol. 1, 59, 7. Vom Lande, Fruchtbarkeit, Xen. Cyr. 8, 3, 38 Pol. 3, 44, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γενναιότης, ητος, ἡ, das Wesen des γενναῖος, Adel, Edelsinn, Eur. Phoen. 1694; Thuc. 3, 82; Pol. 1, 59, 7. Vom Lande, Fruchtbarkeit, Xen. Cyr. 8, 3, 38 Pol. 3, 44, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γενναιότης — the character of a fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναιότησι — γενναιότης the character of a fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναιότησιν — γενναιότης the character of a fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναιότητα — γενναιότης the character of a fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναιότητας — γενναιότης the character of a fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναιότητι — γενναιότης the character of a fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναιότητος — γενναιότης the character of a fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
доблесть — ДОБЛЕСТ|Ь (23), И с. 1.Доблесть, стойкость, мужество; благородство: х҃въ же ѹгодьникъ… д҃шевьнѹю доблѥсть ни ѥдиномѹ преклон˫а ѿ печѩльныихъ. (τὸ... γενναῖον) ЖФСт XII, 141 об.; Кыими пѣ(с)ныими добротами ѹкрасимъ пѣваѥма˫а. романа силѹ имѹщаго… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γενναιότητα — η (AM γενναιότης) [γενναίος] μεγαλοφροσύνη, ανδρεία νεοελλ. γενναιοδωρία, απλοχεριά αρχ. 1. ευγενική καταγωγή, ευγένεια 2. (για τη γη) ευφορία … Dictionary of Greek
ԱՐԻՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0358 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 11c, 12c գ. ἁνδρεία fortitudo, γενναιότης enerositas որ գրի եւ ԱՐՒՈՒԹԻՒՆ, ԱՐՈՒԹԻՒՆ. (քանզի եւ ըստ յն. է այրութիւն). Քաջասրտութիւն. անվեհեր ոգի. ... *Յաղագս արիութեան եւ զանգիտութեան: Ի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)