- κινναμωμο-φόρος
κινναμωμο-φόρος, Zimmt tragend, Strab. I, 63 u. öfter, vom Lande.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινναμωμο-φόρος, Zimmt tragend, Strab. I, 63 u. öfter, vom Lande.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινναμωμοφόρος — κινναμωμοφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει κιννάμωμο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιννάμωμον + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek