κινδαψός

κινδαψός

κινδαψός, ὁ, = σκινδαψός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κινδαψός — κινδαψός, ὁ (Α) 1. (λ. που χρησιμοποιούσε ο ομιλητής όταν δεν μπορούσε να βρει την κατάλληλη έκφραση) πες το..., «πώς τό λένε...», σκινδαψός* 2. (κατά τον Ησύχ.) «κινδαψοί ὄρνεα και ὄργανα κιθαριστήρια, καὶ Ἰνδοί». 3. τετράχορδο μουσικό όργανο 4 …   Dictionary of Greek

  • κινδαψός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινδαψοῖο — κινδαψός masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινδαψοί — κινδαψός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινδαψοῦ — κινδαψός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινδαψόν — κινδαψός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινδαψώ — κινδαψός masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδαψός — ὁ, ΜΑ και, κατά τον Ησύχ., κινδαψός Α 1. λέξη ή φράση χωρίς σημασία την οποία λέει κανείς όταν δεν είναι βέβαιος για μια άλλη λέξη, όπως λ.χ. «πώς τό λένε» αρχ. 1. τετράχορδο μουσικό όργανο 2. οικέτης ή όνομα οικέτη 3. είδος φυτού που μοιάζει με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”