- κιδαφεύω
κιδαφεύω, schlau, listig sein, handeln, Hesych. erkl. πανουργεύεσϑαι. Von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιδαφεύω, schlau, listig sein, handeln, Hesych. erkl. πανουργεύεσϑαι. Von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιδαφεύω — (Α) [κίδαφος] 1. (κατά τον Φώτ.) κατατρώγω, διαβιβρώσκω 2. (κατά τον Ησύχ.) «πανουργέω» … Dictionary of Greek
κιδαφεύειν — κιδαφεύω wily pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)