- γενεθλίδιος
γενεθλίδιος, = γενέϑλιος, ϑυηπολίαι Diod. 2 (VI, 243); δῶρα Leon. Al. 20 (VI, 325).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γενεθλίδιος, = γενέϑλιος, ϑυηπολίαι Diod. 2 (VI, 243); δῶρα Leon. Al. 20 (VI, 325).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γενεθλίδιος — γενεθλίδιος, ον (Α) [γενέθλη] ο γενέθλιος* … Dictionary of Greek
γενεθλιδίους — γενέθλιος of masc/fem acc pl γενεθλίδιος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεθλίδια — γενέθλιος of neut nom/voc/acc pl γενεθλίδιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)