- γενεθλίωμα
γενεθλίωμα, τό, = γέννημα, Schol. Hes. Th. 459.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γενεθλίωμα, τό, = γέννημα, Schol. Hes. Th. 459.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γενεθλιωμάτων — γενεθλίωμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)