- κενεότης
κενεότης, ητος, ἡ, ion. = κενότης, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενεότης, ητος, ἡ, ion. = κενότης, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενεότης — κενεότης, ἡ (Α) [κενεός] κενότητα, κενός χώρος … Dictionary of Greek
κενεότητα — κενεότης empty space fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… … Dictionary of Greek