- κενεός
κενεός, ion. u. p. = κενός, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενεός, ion. u. p. = κενός, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενεός — κενεός, ή, όν (ιων. και δωρ. τ.) βλ. κενός … Dictionary of Greek
κενεός — κενός empty masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεότης — κενεότης, ἡ (Α) [κενεός] κενότητα, κενός χώρος … Dictionary of Greek
κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… … Dictionary of Greek
μέλεος — (I) ο (Μ μελεός) βλ. μέλεγος. (II) μέλεος, α, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αδιάφορος, άχρηστος («οὐδὲ τί σε χρὴ ἑστάμεναι μέλεον σὺν τεύχεσιν», Ομ. Ιλ.) 2. άκαρπος, ανώφελος, άσκοπος 3. (ως προσφώνηση) δυστυχισμένος, άθλιος, ελεεινός («ὦ μέλεοι, τὶ… … Dictionary of Greek