- γειώρης
γειώρης, ὁ, Ankömmling, Fremdling, VLL. u. LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γειώρης, ὁ, Ankömmling, Fremdling, VLL. u. LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γειώρας — και γειώρης, ο (Α) ο ξένος, ο περαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη εβραϊκής προελεύσεως, κατά τον Sophocles, από τον οποίο θεωρήθηκε εσφαλμένη η άποψη τών Βυζαντινών ότι η λ. είναι σύνθετη από τα γη και ώρα] … Dictionary of Greek