ζειἁ

ζειἁ

ζειἁ, , 1) eine Getreideart, die bes. zum Pferdefutter diente, im plur., Od. 4, 41. 604, wie Xen. An. 5, 4, 27, Dinkel, Spelt, von VLL. = ὄλυρα gesetzt, vgl. Her. 2, 36; das lat. far od. adoreum. – 2) die Runzeln im Gaumen der Pferde, Hippiatr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζειά — ζειά̱ , ζειά one seeded wheat fem nom/voc/acc dual ζειά̱ , ζειά one seeded wheat fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζειά — ζειά, ή (συν. στον πληθ. ζειαί) (Α) 1. μονόκοκκο σιτάρι, χρήσιμο για την τροφή τών αλόγων («πάρ δ ἔβαλον ζειάς», Ομ. Οδ.) 2. είδος δίκοκκου σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον ενικό αριθ. εμφανίζεται στους ελληνιστικούς και μεταγενέστερους χρόνους, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • ζειᾷ — ζειά one seeded wheat fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζειάν — ζειά̱ν , ζειά one seeded wheat fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζειάς — ζειά̱ς , ζειά one seeded wheat fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζειαῖς — ζειά one seeded wheat fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζειαί — ζειά one seeded wheat fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζειᾶς — ζειά one seeded wheat fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζειῶν — ζειά one seeded wheat fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζέα — η (ΑΜ ζέα, Α και ζέη) νεοελλ. γένος φυτών τής οικογένειας τών αγρωστωδών μσν. 1. γραμμή, ρυτίδα στον ουρανίσκο τού αλόγου 2. ο ουρανίσκος τού αλόγου αρχ. 1. η ζειά* 2. «λιβανωτίς κάρπιμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζειά] …   Dictionary of Greek

  • ζείδωρος — η, ο (Α ζείδωρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ο ζωοδότης, ο ζωογόνος («ζείδωρος Ἠέλιος», Νόνν.) αρχ. (για τη γη), γόνιμος («ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζειά + δωρος (< δώρον), πρβλ. πλουσιό δωρος, φιλό δωρος. Βλ. και ετυμολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”