- κεκολασμένως
κεκολασμένως, gemäßigt (κολάζω); ζῆν Ath. VI, 273 d; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεκολασμένως, gemäßigt (κολάζω); ζῆν Ath. VI, 273 d; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεκολασμένως — (Α) επίρρ. κόσμια, με μετριοφροσύνη, με σώφρονα τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκολασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κολάζω] … Dictionary of Greek
κεκολασμένως — modestly indeclform (adverb) κολάζω check perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)