γεγηθότως (γηϑέω), stendig, Heliod. 7, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεγηθότως — επίρρ. (AM) ευχαρίστως, μετά χαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σχηματισμένο βάσει τού παρακμ. γέγηθα τού ρ. γηθώ* «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»] … Dictionary of Greek
γεγηθότως — with joy indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)