- γειο-τόμος
γειο-τόμος, = γεωτόμος, ἄροτρον Opp. Cyn. 1, 137.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γειο-τόμος, = γεωτόμος, ἄροτρον Opp. Cyn. 1, 137.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γειοτόμος — γειοτόμος, ον (Α) γεωτόμος, αυτός που κόβει, χαράζει τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γειο < γη + τομος < τέμνω] … Dictionary of Greek