- κεκορεσμένως
κεκορεσμένως, gesättigt, Erkl. von ἄδην, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεκορεσμένως, gesättigt, Erkl. von ἄδην, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεκορεσμένως — (Α) τελείως, πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκορεσμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κορέννυμι «χορταίνω, ικανοποιώ»] … Dictionary of Greek
κεκορεσμένως — to satiety indeclform (adverb) κορέννυμι satiate perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)