- κεγχρωτός
κεγχρωτός, hirseartig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεγχρωτός, hirseartig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεγχρωτός — κεγχρωτός, ή, όν (Α) εκείνος τού οποίου η επιφάνεια παρουσιάζει πολλά μικρά εξογκώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + επίθημα ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, κλιμακ ωτός)] … Dictionary of Greek
κεγχρωτά — κεγχρωτός covered with specks neut nom/voc/acc pl κεγχρωτά̱ , κεγχρωτός covered with specks fem nom/voc/acc dual κεγχρωτά̱ , κεγχρωτός covered with specks fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέγχρος — ο (ΑΜ κέγχρος) 1. γένος φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί 2. ο καρπός τού φυτού αρχ. 1. καθετί που μοιάζει με κεχρί 2. μικρός κόκκος 3. φλόγωση τού ματιού 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* 5. είδος μικρού διαμαντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης… … Dictionary of Greek