- κικυμώττω
κικυμώττω, blödsichtig sein, wie die Nachteulen, VLL., die es τυφλώττω, δυςβλεπεῖν erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κικυμώττω, blödsichtig sein, wie die Nachteulen, VLL., die es τυφλώττω, δυςβλεπεῖν erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κικυμώττω — (Α) (κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) δεν βλέπω καλά, έχω μειωμένη όραση, βλέπω σαν την κουκουβάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ. τού κικυμίς ή κίκνμος «κουκουβάγια» + επίθημα ώττω, χαρακτηριστικό ρημάτων που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. αμβλυ ώττω, τυφλ… … Dictionary of Greek