- γεω-δαισία
γεω-δαισία, ἡ, Erd-, Landvertheilung, Arist. Metaph. 2, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεω-δαισία, ἡ, Erd-, Landvertheilung, Arist. Metaph. 2, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιτοδαισία — ἡ, Α διανομή σίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + δαισία (< δαίτης < δαίομαι «χωρίζω, μοιράζω»), πρβλ. γεω δαισία] … Dictionary of Greek