- κιχλισμός
κιχλισμός, ὁ, das Krammetsvögelspeisen, -schmausen, Ar. Nubb. 1073, neben ὄψων, πότων, wo Andere es übersetzen »lachen«; vgl. B. A. 271, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιχλισμός, ὁ, das Krammetsvögelspeisen, -schmausen, Ar. Nubb. 1073, neben ὄψων, πότων, wo Andere es übersetzen »lachen«; vgl. B. A. 271, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιχλισμός — κιχλισμός, ὁ (Α) [κιχλίζω] ηχηρό και σαρκαστικό γέλιο, καγχασμός («ἡδονῶν θ ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσθαι, παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, κιχλισμῶν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κιχλισμός — tittering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιχλισμοῖς — κιχλισμός tittering masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιχλισμῶν — κιχλισμός tittering masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιχλισμόν — κιχλισμός tittering masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγγλισμός — γιγγλισμός, ο (Α) 1. το γαργάλημα 2. το φίλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός μεταπλασμός του κιχλισμός πιθανώς με επίδραση τού γίγγρος} … Dictionary of Greek