- κεχηνότως
κεχηνότως, gähnend, mit offenem Munde, Moeris.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεχηνότως, gähnend, mit offenem Munde, Moeris.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεχηνότως — (Α) επίρρ. με ανοιχτό στόμα, χάσκοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχηνώς (κέχηνα, μτχ. παρκμ. τού χαίνω «χασμουριέμαι, έχω ανοιχτό το στόμα»] … Dictionary of Greek