γεφῡρωτής

γεφῡρωτής

γεφῡρωτής, , der Brückenbauer, Plut. Lucull. 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γεφυρωτής — ο (Α γεφυρωτής) [γεφυρώ] γεφυροποιός …   Dictionary of Greek

  • γεφυρωτής — ο ο γεφυροποιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεφυρωτάς — γεφυρωτά̱ς , γεφυρωτής bridge builder masc acc pl γεφυρωτά̱ς , γεφυρωτής bridge builder masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”