κισήριον, τό, dim. zum Folgdn, E. M. 515, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κισήριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισήρι — το (AM κισήριον, Μ και κισήρι) [κίσηρις] νεοελλ. μσν. ελαφρόπετρα αρχ. μικρή ελαφρόπετρα … Dictionary of Greek