κεσκίον

κεσκίον

κεσκίον, τό, Werg, Abgang des Flachses, Hede, Hesych. τὸ ἀποκτένισμα τοῦ λίνου; vgl. Herodes Stob. Flor. 76, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεσκίον — κεσκίον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κεσκίον τὸ στυπεῑον, τό ἀποκτένισμα τοῡ λίνου». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κέσκεον*] …   Dictionary of Greek

  • κέσκεον — και κεσκίον, τὸ (Α) το στουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κέσ κεσ ον, τ. με αναδιπλασιασμένο θ. κεσ που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kes «ξύνω, χτενίζω» (πρβλ. αρχ. σλαβ. češo «χτενίζω», πιθ. χεττ. kišāi «χτενίζω», τσεχ. pa čes «στουπί», λιθουαν. kasa «πλεξούδα,… …   Dictionary of Greek

  • kes- (*ĝhes-) —     kes (*ĝhes )     English meaning: to scratch, itch     Deutsche Übersetzung: “kratzen, kämmen”     Material: Gk. κεσκέον (zur form κεσκίον s. Boisacq) “ oakum “ (*kes kes ); M.Ir. cīr f. “comb” (*kēs rü); O.N. haddr m. “Kopfhaar the Frau”… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”