- κιστη-φόρος
κιστη-φόρος, poet. = κιστοφόρος (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιστη-φόρος, poet. = κιστοφόρος (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιστοφόρος — Ασημένιο νόμισμα πολλών αρχαιοελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Στη μία πλευρά του απεικόνιζε τη μυστική διονυσιακή κίστη, απ’ όπου αναπηδούσε ένα φίδι μέσα από ένα στεφάνι φτιαγμένο με κισσό ή δάφνη, και στην άλλη ένα τόξο μέσα στη θήκη του,… … Dictionary of Greek