- ζεστότης
ζεστότης, ητος, ἡ, Siedhitze, Paus. 10, 11, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζεστότης, ητος, ἡ, Siedhitze, Paus. 10, 11, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζεστότης — ζεστότης, ή (Α) [ζεστός] η θερμότητα τού νερού που βράζει … Dictionary of Greek
ζεστότητα — ζεστότης heat fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεστότητος — ζεστότης heat fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεστός — ή, ό (AM ζεστός, ή, όν, Μ και ζευστός, ή, όν) 1. ο θερμός, αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία (α. «ζεστῶν ὑδάτων ἐκβολαί» θερμές πηγές, Στράβ. β. «το ψωμί είναι ζεστό») 2. ο έντονος, ο ζωηρός («ζεστά και φλογερά..., πρέπει να πεταχτούν τα λόγια»,… … Dictionary of Greek