- κισσ-ήρης
κισσ-ήρης, ες, dasselbe; ὄχϑαι Soph. Ant. 1119, Schol. κισσοφόροι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κισσ-ήρης, ες, dasselbe; ὄχϑαι Soph. Ant. 1119, Schol. κισσοφόροι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωπήρης — ες (Α κωπήρης, ῆρες) αυτός που είναι εφοδιασμένος ή κινείται με κουπιά, κωπήλατος («ἔθραυον πάντα κωπήρη στόλον», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που κρατά το κουπί («κωπήρης χείρ», Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὁ κωπῆρες πλοίο που κινείται με κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek