κισσίον

κισσίον

κισσίον, τό, dim. zu κισσός, Diosc.; vgl. B. A. 794, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κισσίον — κισσίον, τὸ (Α) [κισσός] 1. υποκορ. τού κισσός 2. το φυτό ασκληπιάδα …   Dictionary of Greek

  • κισσίον — κισσάω crave for strange food pres part act masc voc sg (epic doric ionic) κισσάω crave for strange food pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic) κισσίον neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κίσσιον — Κίσσιος of masc acc sg Κίσσιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίσσιον — κισσάω crave for strange food imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) κισσάω crave for strange food imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κίττιον — Κίσσιον , Κίσσιος of masc acc sg Κίσσιον , Κίσσιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσία — κισσίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσίου — κισσίον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… …   Dictionary of Greek

  • κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η …   Dictionary of Greek

  • παλιός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μανταμάδου. * * * ά, ό και παλαιός ά, ό (ΑΜ παλαιός, ά, όν, Α αιολ. τ. αρσ. πάλαος, βοιωτ. τ. παληός, λακων. τ. παλεός) 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κισσίοις — κισσάω crave for strange food pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) κισσίον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”