κισσο-χαρής

κισσο-χαρής

κισσο-χαρής, ές, sich des Epheus freuend, Orph. H. 51.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κισσοχαρής — κισσοχαρής, ές (Α) αυτός που ευχαριστιέται με τον κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + χαρής (< χάρος, τὸ), πρβλ. αιμο χαρής, θυρσο χαρής] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”