κισσο-φάγος

κισσο-φάγος

κισσο-φάγος, Epheu essend, Longus 3, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κισσοφάγος — κισσοφάγος, αττ. τ. κιττοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. β ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, φυτο φάγος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”