- γεράνειον
γεράνειον, τό, nach Theophr. Ath. II, 62 a = ὕ-δνον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεράνειον, τό, nach Theophr. Ath. II, 62 a = ὕ-δνον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεράνειον — γεράνειον, το (AM) [γέρανος] είδος βολβού ή μύκητα … Dictionary of Greek