κεράμειος

κεράμειος

κεράμειος, = κεραμεοῦς, irden; Plut. Galb. 12; Zenob. 1, 49 u. A.; Lob. zu Phryn. 147. Vgl. das ion. κεραμήϊος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεράμειος — α, ο (Α κεράμειος, ον και ιων. τ. κεραμήϊος, ίη, ιον) [κέραμος] κατασκευασμένος από πηλό, πήλινος («μηδὲν ἀργυροῡν, ἀλλὰ κεράμεια πάντα προσφέρειν καὶ παρατιθέναι τοὺς ὑπηρέτας», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • Marmaris — Administration Pays …   Wikipédia en Français

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • κεράμεος — κεράμεος, ον (ΑΜ) [κέραμος] κεράμειος* μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κεραμέα η στέγη …   Dictionary of Greek

  • κεράμιος — α, ο(ν) (Α κεράμιος, ία, ον) [κέραμος] 1. κεράμειος*. 2. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο(ν) αγγείο από πηλό, πήλινο αγγείο, υδρία («οἴνου δὲ κεράμια χίλια», Ξεν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο γένος ροδοφυκών τής οικογένειας ceramiaceae αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κεραμήιος — κεραμήϊος, ίη, ον, θηλ. και κεραμηΐς (Α) βλ. κεράμειος …   Dictionary of Greek

  • κεραμεούς — κεραμεοῡς, ᾱ, οῡν (Α) [κέραμος] αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, κεράμειος, πήλινος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”