- προ-θωράκιον
προ-θωράκιον, τό, Vorpanzer, Strab. XVII.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-θωράκιον, τό, Vorpanzer, Strab. XVII.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προθωράκιον — τὸ, Α ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θωράκιον (< θώραξ, ακος)] … Dictionary of Greek